- βαναυσουργία
- βαναυσουργία, η (Α) [βαναυσουργός]η χειρωνακτική εργασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαναυσουργία — βαναυσουργίᾱ , βαναυσουργία handicraft fem nom/voc/acc dual βαναυσουργίᾱ , βαναυσουργία handicraft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαναυσουργίας — βαναυσουργίᾱς , βαναυσουργία handicraft fem acc pl βαναυσουργίᾱς , βαναυσουργία handicraft fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)